- ανδρογένεια
- ἀνδρογένεια, η (Α)κατ’ αρρενογονία, από αρρενογονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ανδρογενής < ανήρ, ανδρός + -γενής < γένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδρογένεια — the man s side fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογενείας — ἀνδρογενείᾱς , ἀνδρογένεια the man s side fem acc pl ἀνδρογενείᾱς , ἀνδρογένεια the man s side fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογένειαν — ἀνδρογένεια the man s side fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)